Καινούρια ταινία ο λατρευτός μου David Fincher και όπως είθισται, η αναμονή ήταν μεγάλη. Και να σου οι κριτικές να το αποθεώνουν, να το συγκρίνουν με Νονούς, Πολίτες Κέιν και τα ρέστα, πήγα και εγώ ο γκρούπι κρατώντας μεγάλο καλάθι για πολλά κεράσια. Το γέμισα;
Και με το παραπάνω. Γιατί για άλλη μια φορά ο μεγάλος αυτός σκηνοθέτης έμεινε πιστός στις θεματικές του και στους προβληματισμούς που τον απασχολούν τα τελευταία 20 χρόνια, υπογράφοντας ακόμη μια ταινία ενός τραγικού ήρωα, άλλη μια ταινία πικρόχολου κοινωνικού σχολιασμού. Και πως να μην το καταφέρει; Εδώ ύψωσε το ανάστημα του απέναντι στο μαζικοποιημένο χολιγουντιανό σύστημα όταν δεν ήταν βεντέτα. Έστω και με την βοήθεια του Μπράντ Πιτ (“Se7en”) ή του Μπιλ Μεκάνικ (επικεφαλής του στούντιο της Fox την εποχή της δημιουργίας του “Fight Club”), δημιούργησε ένα προσωπικό, σκοτεινό και απαισιόδοξο κινηματογραφικό σύμπαν, one movie a time.
Και μετά τον ντετέκτιβ Miles και τον παρανοϊκό John Doe του Se7en, τον Robert Graysmith και τον Paul Avery του Zodiac, τον Benjamin Button του ομώνυμου έργου, και φυσικά τον Tyler Durden του Fight Club, ο Fincher μας παρουσιάζει έναν ακόμη προβληματικό χαρακτήρα που προσπαθεί να κατανοήσει τον κόσμο και την θέση που έχει σε αυτόν. Ο Jesse Eisenberg ερμηνεύει με περίσσεια φυσικότητα τον εξαιρετικά ευφυή Mark Zuckerberg, ιδρυτή της πασίγνωστης πλατφόρμας κοινωνικής δικτύωσης, το Facebook. Ο οποίος προφανώς δεν έχει παρά ελάχιστη σχέση με τον πραγματικό άνθρωπο στον οποίο είναι βασισμένος, αλλά αυτό δεν μας πειράζει καθόλου καθώς πρόκειται για μια ταινία μυθοπλασίας βασισμένη πάνω σε πραγματικά γεγονότα (όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στους τίτλους τέλους) και όχι ντοκιμαντερ.
Ο Zuckerberg του Fincher είναι ψυχρός, αντι-κοινωνικός, μισογύνης, ιδιοφυής, μεγαλομανής, οραματιστής,εργασιομανής, μακιαβελιστής και κυρίως, έπιασε τον ρυθμό και τον παλμό της εποχής του. Όπως όλοι άλλωστε οι μεγάλοι άντρες κάθε εποχής κατάλαβε ποιες ακριβώς ήταν οι ανάγκες και οι ευκαιρίες του παρόντος του και τις εκμεταλλεύτηκε στο έπακρον. Έδωσε στους πεινασμένους για γνωριμίες και σεξ συνομίληκους του το κατάλληλο καμουφλαρίσμενο εργαλείο. Περιθωριοποιήμενος από την ακαδημαϊκή κοινότητα και από την «άλλη» πλευρά της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης , ήτοι τα φοιτητικά πάρτυ (όπως πολύ γλαφυρά αποτυπώθηκαν από τον Φίντσερ στα πλαίσια του επιβεβλημένου από το στούντιο PG-13), ο Zuckerberg προσάρμοσε τις προσωπικές σχέσεις στο ηλεκτρονικό περιβάλλον υπερ-πληροφόρησης του σήμερα. Για την γιγάντωση δε της ιδέας του, θυσίασε με μακιαβελική ακρίβεια όσους φίλους και συνεργάτες ήταν επικίνδυνοι, λόγω ανικανότητας ή εθισμών, για το δημιούργημα του. Μένοντας στο τέλος ένας μοναχικός άνθρωπος, ενα «φτωχό γεροντάκι». Αναζητώντας το δικό του ηλεκτρονικό Ρόδανθο.
Ακολουθώντας σε όλη την καριέρα του την ρήση του Howard Hawks: “A good movie is three good scenes and no bad scenes”, o Fincher δεν θα μπορούσε να αλλάξει γνώμη στο πιο πρόσφατο εγχείρημα του. Αλλά παρά τον ταραντίνικης εμπνεύσεως διάλογο της εκρηκτικής εισαγωγής και την σκηνή ανθολογίας στον αγώνα κωπηλασίας, νομίζω ότι η τελευταία σκηνή του έργου είναι αυτή που πραγματικά μετράει. Με τα δισεκατομύρια δολλαρίων του να αρκούν να μετατρέψουν τις ιστορικές φοιτητικές εστίες του Χάρβαντ σε δωμάτιο για πινγκ-πονγκ, αλλά την κενότητα της συναισθηματικής του υπόστασης να τον υποχρεώνει σε απανωτά “refresh”, χωρίς αντίκρυσμα, στις διαπροσωπικές του σχέσεις, ο Zuckerberg ολοκληρώνεται σαν χαρακτήρας και το Social Network ολοκληρώνεται σαν χρονογράφημα της σύγχρονης εποχής: μπορεί να έχεις 500.000.000 ιντερνετικούς «φίλους», αλλά τι να τους κάνεις όταν δεν έχεις ούτε έναν πραγματικό;
Μια ταινία για την εποχή μας, για την υποκρισία της διαδικτυακής δικτύωσης, για την εισχώρηση του ηλεκτρονικού υπολογιστή σε κάθε πτυχή της ζωής μας, ο Fincher μας παρουσίαζει επίσης το υποκριτικό ταλέντο του Justin Timberlake και βάζει πλώρη για τα προσεχή Όσκαρ, με την πιο ακαδημαϊκή απόπειρα του μέχρι σήμερα, πλήρως εναρμονισμένης όμως με την ζοφερή ατμόσφαιρα των προηγουμένων ταινιών του. Μακάρι κάθε κινηματογραφική «βιογραφία» να ήταν τέτοιου επιπέδου.